- καταξεραίνω
- καταξέρανα, καταξεράθηκα, καταξεραμένος, ξεραίνω εντελώς, καταστεγνώνω: Καταξεράθηκαν τα άνθη μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταξεραίνω — βλ. καταξηραίνω … Dictionary of Greek
αζαίνω — ἀζαίνω (Α) [ἄζω] ξεραίνω, καταξεραίνω, φρύγω … Dictionary of Greek
διατερσαίνω — (Α) καταξεραίνω, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι*] … Dictionary of Greek
ικμάζω — ἰκμάζω (Α) [ικμάς] 1. ικμαίνω* 2. διηθώ, σουρώνω 3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω … Dictionary of Greek
καταξηραίνω — και καταξεραίνω (AM καταξηραίνω) καθιστώ κάτι εντελώς ξηρό … Dictionary of Greek
καταυαίνω — και καθαυαίνω (Α) (επιτ. τ. τού αυαίνω*) καταξεραίνω, καταστεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek
καυματίζω — (ΑΜ) [καύμα] παθ. καυματίζομαι υποφέρω από πυρετό αρχ. 1. κατακαίω, καταξεραίνω με κάψιμο 2. παθ. υποφέρω από τον καύσωνα … Dictionary of Greek